-
1 длительный
-
2 продолжительный
παρατεταμένος, διαρκής, μακροχρόνιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > продолжительный
-
3 долговременный
долговременныйприл μακροχρόνιος, διαρκής / воен. μόνιμος.
См. также в других словарях:
ατέλειωτος — και ατέλειωτος, η, ο (Α ἀτέλειωτος, ον) αυτός που δεν έχει τελειωθεί ή συμπληρωθεί, ασυμπλήρωτος, ανολοκλήρωτος νεοελλ. (για χρόνο) 1. αέναος, αιώνιος 2. διαρκής, μακροχρόνιος 3. (για τόπο) εκτεταμένος, απέραντος, αχανής 4. (για ποσότητα) άπειρος … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
δηναιός — δηναιός, ή, όν και δωρ. τ. δαναιός, ά όν (Α) 1. μακροχρόνιος, διαρκής 2. γέροντας 3. αρχαίος, παλαιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρήθηκε σύνθετη από τα δην και *αιFos, παράλληλο τ. τού αιών, πράγμα πιο πιθ. από την υπόθεση ότι προέρχεται από δην +… … Dictionary of Greek